βαθύχορδο

βαθύχορδο
το
το μεγαλύτερο από τα έγχορδα μουσικά όργανα, το κοντραμπάσο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαθύχορδο — το έγχορδο μουσικό όργανο, κοντραμπάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + χορδή] …   Dictionary of Greek

  • κοντραμπάσο ή βαθύχορδο — Έγχορδο μουσικό όργανο, το βαθύτερο σε ήχο και μεγαλύτερο σε διαστάσεις της οικογένειας του βιολιού. Συνήθως έχει τέσσερις χορδές (μι λα ρε σολ) αλλά και τρεις (σολ ρε λα ή σολ ρε σολ ή λα ρε σολ) ή πέντε (ντο μι λα ρε σολ). Λόγω της ιδιαίτερης… …   Dictionary of Greek

  • μπασαβιόλα — η 1. μουσ. βαθύχορδο όργανο, το κοντραμπάσο 2. μτφ. πείνα, λόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)] …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • κοντραμπάσο — το (λ. ιταλ.), το βαθύτερο και ογκωδέστερο από τα έγχορδα μουσικά όργανα της τάξης του βιολιού, βαθύχορδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”